στημόνια

στημόνια
στημόνιον
neut nom/voc/acc pl
στημόνιος
of
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • στημονίας — στημονίᾱς , στημονίας thread like masc acc pl στημονίᾱς , στημονίας thread like masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στημόνι — το / στημόνιον, ΝΑ [στήμων, ονος] νεοελλ. 1.(υφαντ.) το κατά μήκος τού αργαλειού εκτεινόμενο νήμα που διαπλέκεται με το υφάδι για τη δημιουργία τού υφάσματος, ο στήμονας 2. φρ. α) «πού φάδια, πού στημόνια» δηλώνει ότι δεν μπορεί να συγκριθούν δύο …   Dictionary of Greek

  • βελούδο — Ύφασμα χνουδωτό το οποίο χρησιμοποιείται ευρύτατα στην κατασκευή ενδυμάτων, στην επίστρωση επίπλων και γενικά στη διακόσμηση εσωτερικών χώρων. Αποτελείται από δύο στοιχεία: το ύφασμα της βάσης και το χνούδι. Το β. μπορεί να παραχθεί από νήματα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”